Το κτίριο, κτισμένο περίπου το 1850, είναι διατηρητέο νεώτερο μνημείο, δείγμα βιομηχανικής αρχιτεκτονικής, κτισμένο πάνω στη θάλασσα στο νησί Θηρασιά. Επρόκειτο για κτίριο συλλογής και φόρτωσης  θηραϊκής γης που χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή της διώρυγας του Σουέζ. Το κτίριο είναι αντιπροσωπευτικό της αρχιτεκτονικής της Σαντορίνης, με κάλυψη με θόλους και σταυροθόλια. Η αναστήλωση, επισκευή και διαρρύθμιση του κτιρίου σε πολυτελή κατοικία δεν αλλοίωσε τον χαρακτήρα του.

Εξωτερικά επισκευάσθηκαν  και συμπληρώθηκαν οι τοίχοι από  ντόπια ηφαιστειακή πέτρα, ενώ οι εσωτερικοί ενισχύθηκαν στατικά και σοβατίστηκαν. Τα δάπεδα έγιναν από πατητή τσιμεντοκονία .Οι κατασκευαστικές λεπτομέρειες και οι λύσεις που δόθηκαν εξασφαλίζουν την προστασία του κτιρίου από την άμεση επαφή με τη θάλασσα και συμβάλλουν στο να μην αλλοιωθεί ο αρχιτεκτονικός του χαρακτήρας.

Οι κατασκευαστικές λεπτομέρειες, σχετίζονται με τις κατασκευαστικές λεπτομέρειες των σκαφών. Η επίπλωση των χώρων είναι διακριτική, με χρήση φυσικών υλικών (ξύλο, βαμβάκι, λινό), όπως απαιτούσε η λιτότητα και η δυναμική των χώρων, εντελώς αντίστοιχη με την λιτότητα και την λειτουργικότητα που επικρατεί σε ένα σκάφος.

Η διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου είναι με πέτρινους τοίχους που διαμορφώνουν πεζούλες και ασφαλίζουν τον χώρο από κατολισθήσεις και υλικά του παλαιού ορυχείου. Το σύνολο σχεδόν δυσδιάκριτο από μακριά, ενσωματώνεται απόλυτα με το τοπίο.

Η συμβολή του ιδιοκτήτη, σε όλα τα στάδια της κατασκευής, ήταν ουσιαστική και ανεκτίμητη.

Το κτίριο έχει λάβει βραβείο αρχιτεκτονικής από τις ΔΟΜΕΣ 2011 στην κατηγορία «Νέα αρχιτεκτονική σε υφιστάμενο κτίριο» και από το Ίδρυμα Philippe Rotthier στις Βρυξέλλες του Βελγίου σε πανευρωπαϊκό διαγωνισμό για την αρχιτεκτονική της αναστήλωσης (“Les Temps de Réhabilitations”) επίσης το 2011.

Έχει συμπεριληφθεί επίσης στην έκθεση του ελληνικού περιπτέρου στην Biennale Αρχιτεκτονικής Βενετίας, με τίτλο “Tourism Landscapes – Remaking Greece” το 2014.